παραφορώ

παραφορώ
-έω, Α
βλ. παραφορούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παραφόρῳ — παράφορον borne aside neut dat sg παράφορος borne aside masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφόρωι — παραφόρῳ , παράφορον borne aside neut dat sg παραφόρῳ , παράφορος borne aside masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραφορούμαι — παραφορῶ, έω ΝΑ [παράφορος] νεοελλ. (μόνο το μέσ.) παραφορούμαι υποψιάζομαι, υποπτεύομαι («παραφορούντ από μακρά, μα δεν τό θεμελιώνου», Ερωτόκρ.) αρχ. 1. φέρνω και τοποθετώ κάτι μπροστά σε κάποιον, παραθέτω («ἅπαντα γὰρ σοι παρεφόρουν»,… …   Dictionary of Greek

  • παράφορος — η, ο / παράφορος, ον, ΝΑ [παραφέρω] αυτός που φέρεται, που κινείται κοντά σε κάτι με σφοδρότητα, σφοδρός, ορμητικός (α. «παράφορος έρωτας β. «παράφορος πρὸς δόξαν», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που παραφέρεται, που εξάπτεται εύκολα, ευερέθιστος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”